- πισσάνθρακας
- ο, Νείδος λιγνίτη με πυκνή σύσταση, χρώματος που ποικίλλει από σκοτεινό καστανό έως μαύρο, το οποίο έχει θραύση κογχοειδή και εξαιρετικά στιλπνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + άνθρακας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek